ξεχείλισμα

ξεχείλισμα
το [ξεχειλίζω]
το γέμισμα πέρα από τα χείλη ώστε να χύνεται έξω το υγρό, υπερχείλιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεχείλισμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεχειλίζω, γέμισμα δοχείου πάνω από τη χωρητικότητά του. 2. μτφ., για ψυχικές καταστάσεις, ο έντονος, ο ακράτητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκχυμα — το (AM ἔκχυμα) αυτό που χύθηκε, έκχυση, χύσιμο («αἵματος ἔκχυσις» αιματοχυσία) μσν. μτφ. ξεχείλισμα («ἔκχυμα ψυχῆς» η έκχυση τής ψυχής προς τα έξω, το ξεχείλισμα τής ψυχής) …   Dictionary of Greek

  • ανάχυση — η (Α ἀνάχυσις) νεοελλ. 1. (Φυσ.) έκχυση ατμού προς τα επάνω, «εκτόνωση» 2. αναδρομή της πλημμυρίδας στους ποταμούς, (αλλ.) μασκαρέ αρχ. 1. έκχυση, ξεχείλισμα 2. υπερχείληση, πλημμύρα 3. μτφ. αύξηση, εξάπλωση 4. λιμνοθάλασσα …   Dictionary of Greek

  • ανακάχλασις — ἀνακάχλασις ( εως), η (Μ) [ἀνακαχλάζω] εξόρμηση, ξεχείλισμα …   Dictionary of Greek

  • αναπλήρωση — η (Α ἀναπλήρωσις) πλήρωση αυτού που ελλείπει, συμπλήρωση νεοελλ. προσωρινή ή οριστική αντικατάσταση κάποιου με άλλον αρχ. 1. μέσον για συμπλήρωση 2. ικανοποίηση, εκπλήρωση επιθυμίας 3. ανάκτηση, αποκατάσταση 4. εκπλήρωση, πραγματοποίηση,… …   Dictionary of Greek

  • διάφλυξις — διάφλυξις, η (Α) ξεχείλισμα, αναβρασμός υγρού …   Dictionary of Greek

  • εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… …   Dictionary of Greek

  • εκχείλιση — η 1. ξεχείλισμα, πλημμύρισμα 2. γέμισμα ώς τα χείλη …   Dictionary of Greek

  • επίρρους — ἐπίρρους, ό (γεν. οος) (Α) [επιρρέω] 1. η ροή προς κάτι, το ξεχείλισμα 2. νέα, πρόσθετη ροή …   Dictionary of Greek

  • καργάρισμα — το [καργάρω] 1. υπερπλήρωση, υπερχείλιση, παραγέμισμα, ξεχείλισμα 2. υπερφόρτωση, παραφόρτωμα 3. υπερένταση, τέντωμα, τσίτωμα 4. σφίξιμο, δυνατή περίσφιγξη, μάγγωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”